ἐπακροῶμαι

ἐπακροῶμαι
ἐπακροάομαι
hearkening
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἐπακροάομαι
hearkening
pres ind mp 1st sg
ἐπακροάομαι
hearkening
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επακροώμαι — ἐπακροῶμαι, άομαι (Α) ακούω με μεγάλη προσοχή βλ. και επακροάζομαι …   Dictionary of Greek

  • αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …   Dictionary of Greek

  • επακροάζομαι — ἐπακροάζομαι και ἐπακροῶμαι, άομαι (Α) 1. ακούω με προσοχή 2. κρυφακούω, ωτακουστώ βλ. και αφουγκράζομαι και επακροώμαι …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”